- ζυγιστικά
- τα [ζυγιστής]τα τέλη που καταβάλλονται για τη ζύγιση, η αμοιβή τού ζυγιστή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγιστικά — τα η αμοιβή για το ζύγισμα: Μου χάρισαν τα ζυγιστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… … Dictionary of Greek